Γιατί ο πρώτος χρόνος με το μωρό είναι τόσο σημαντικός
Άρθρο 2ο απο την σειρά : Ημερολόγιο ενός Γονέα
Ο ερχομός ενός παιδιού, και ειδικά αν αυτό είναι το πρώτο, συνοδεύεται από ένα χείμαρρο αλλαγών τόσο σε πρακτικό όσο και σε ψυχοσυναισθηματικο επίπεδο. Η ισορροπία του ζευγαριού διαταράσσεται και η νέα οικογένεια πλέον τους επόμενους μήνες θα κάνει ότι μπορεί για να βρει την νέα της ομοιόσταση. Χαρά, ενθουσιασμός, ευτυχία, άγχος, απελπισία, νεύρα, γαλήνη, ηρεμία, χάος. Ολα μαζί ή το ένα να διαδέχεται το άλλο. Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα και δεν είναι λίγες φορές που η σχέση του ζευγαριού δοκιμάζεται μέσα σε αυτή την νέα συνθήκη. Σε αντίθεση με την πεποίθηση κάποιων ότι ένα παιδί θα φτιάξει την σχέση και θα καλύψει τα προβλήματα, η πραγματικότητα συνήθως είναι διαφορετική. Ένα νέο μωρό συνοδεύεται από μεγάλη δόση στρες το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις θα μεγεθύνει τα προβλήματα και κατ επέκταση τις τριβές ανάμεσα στο ζευγάρι.
Όπως το έκαναν παλιά (?)
Είναι μάλλον σύνηθες, σε αυτή την φάση, άλλες μητέρες στο ευρύτερο οικογενειακό σύστημα να σπεύσουν να δώσουν συμβουλές στην νέα μαμά. Άλλωστε η εμπειρία των άλλων εδώ παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και είναι μια σανίδα σωτηρίας για τους νέους γονείς που πλέουν σε αχαρτογράφητα για αυτούς νερά. Και εδώ επίσης το χάος μπορεί να επιδεινωθεί.
‘Το μωρό πρέπει να κοιμάται στο δωμάτιό του απ την πρώτη μέρα.’
‘Αφού το μωρό έχει φάει και είναι καθαρό τότε πρέπει να είναι ήσυχο. Αν ακόμα κλαίει πρέπει να το αφήσεις να κλαίει μέχρι να σταματήσει, αλλιώς θα γίνει χειριστικό.’
Συμβουλές όπως οι παραπάνω είναι πιθανόν να ακουστούν, συνήθως από μητέρες προηγουμένων γενεών. Άλλωστε εκείνες οι μητέρες έτσι μεγάλωσαν τα παιδιά τους και όλα πήγαν καλά. Δεν έπαθαν και τίποτα κακό τα παιδιά, σωστά;
Ίσως και όχι.
Ο πρώτος χρόνος ζωής ενός ανθρώπου είναι από τους πιο σημαντικούς και καθοριστικούς για την υπόλοιπη ζωή του. Ο τρόπος που ο άνθρωπος αυτός θα αντιλαμβάνεται την αξία του και θα συνάπτει σχέσεις με άλλους ανθρώπους ως ενήλικας, κατά μεγάλο ποσοστό εξαρτάται από το πως έχει βιώσει την φροντίδα και την ασφάλεια στους πρώτους μήνες της ζωής του.
Από μια εξελικτική σκοπιά
Στην φύση όταν γεννιέται ένα ζώο, προκειμένου να επιβιώσει, προσκολλάται στον πάροχο τροφής, φροντίδας και ασφάλειας. Αυτός συνήθως είναι η μητέρα αλλά μπορεί να είναι και οποιοσδήποτε άλλος πάροχος. Εξελικτικά αυτός είναι ο κύριος μηχανισμός επιβίωσης. Όταν για παράδειγμα ένα μωρό τιγράκι γεννιέται, προσκολλάται στην μαμά του για τροφή και προστασία. Όταν η μαμά απομακρυνθεί, για παράδειγμα για να αναζητήσει τροφή, το μωρό κλαίει και και με αυτόν τον τρόπο την καλεί να γυρίσει πίσω. Σε αυτή την φάση το μωρό βιώνει τρομερό στρες μιας και η επιβίωσή του μακριά απ την μαμά είναι αβέβαιη. Και κατά κανόνα στην φύση, όταν η μητέρα ακούσει τα μικρά να την καλούν, σπεύδει να επιστρέψει. Όμως η μαμά μπορεί να μην γυρίσει, διότι στην φύση η επιβίωση ακόμα και των ενηλίκων είναι αμφίβολη. Σε αυτή την περίπτωση τα μωρά θα εμφανίσουν υπερδραστηριότητα, συνήθως ηχητική, όπου θα συνεχίσουν να την καλούν για κάποιο χρονικό διάστημα και μετά θα σιωπήσουν, περνώντας στην φάση της απελπισίας και της κατάθλιψης. Αυτή η συμπεριφορά ανήκει επίσης στον ίδιο μηχανισμό επιβίωσης. Όταν το μωρό καλέσει την μητέρα και εκείνη δεν ανταποκριθεί, την θεωρεί νεκρή. Αν συνεχίσει να την καλεί πολύ πιθανόν να προσελκύσει κάποιον θηρευτή, οπότε ενστικτωδώς σιωπά για να επιβιώσει. Κάπου εκεί είναι που εγγράφεται μέσα του η πεποίθηση ότι δεν μπορεί κανείς να το βοηθήσει και θα πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνο του.
Η θεωρία δεσμού (Bowlby, J., 1988)
Κατ΄ αντιστοιχία στον άνθρωπο, στον πρώτο χρόνο ζωής του το βρέφος θα καλέσει αμέτρητες φορές την μητέρα του μέσω του κλάματος. Θα καλέσει όταν πεινάσει, όταν είναι λερωμένο, όταν χρειάζεται φροντίδα, αγκαλιά, χάδι, ασφάλεια. Σε έναν ιδανικό κόσμο η μαμά θα κρατούσε το μωρό της πάντα στην αγκαλιά της, θα του μιλούσε γλυκά και θα το χάιδευε στοργικά. Και όποτε το μωρό την καλούσε με το κλάμα του εκείνη θα ήταν συναισθηματικά διαθέσιμη και παρούσα. Μέσα από αυτή την εμπειρία, το μωρό θα αποκτούσε αυτό που ονομάζεται ‘ασφαλής τύπος δεσμού’. Ένα παιδί με ασφαλή δεσμό πιθανότατα θα εξελιχθεί σε έναν ενήλικα που πιστεύει ότι είναι άξιος αγάπης και υποστήριξης ενώ παράλληλα έχει εμπιστοσύνη στις ικανότητες του. Οι άλλοι άνθρωποι θεωρούνται επίσης αξιόπιστοι και ότι μπορούν να ανταποδώσουν την υποστήριξη και την αγάπη. Ένα παιδί με ασφαλή προσκόλληση είναι πιθανό να αναπτύξει ευκολότερα την ψυχική ανθεκτικότητα, την ενσυναίσθηση, την ανεξαρτησία, τον έλεγχο των συναισθημάτων του και τις κοινωνικές του δεξιότητες.
Σε επίπεδο σχέσεων τόσο διαπροσωπικών όσο και συντροφικών, τα άτομα αυτά φαίνεται να νιώθουν μεγαλύτερη σταθερότητα και ικανοποίηση, δείχνοντας εμπιστοσύνη και αποδεχόμενοι τον άλλο όπως είναι, χωρίς να ανησυχούν πως θα εγκαταλειφθούν. Έτσι συνάπτουν σχέσεις που είναι μεγαλύτερης διάρκειας, καλύτερης ποιότητας και με λιγότερες εντάσεις.
Στην αντίθετη περίπτωση έχουμε τον ‘ανασφαλή δεσμό’. Εδώ η μαμά τις περισσότερες φορές δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του μωρού ή δεν κατάφερε να είναι συναισθηματικά διαθέσιμη. Ίσως κάποιες υποχρεώσεις την κράτησαν μακριά, η κόπωση ή το έντονο στρες ή ακόμα και η συμβουλή της δικής της μητέρας ότι το παιδί πρέπει να το αφήσει να κλάψει μέχρι να σταματήσει.
Και πράγματι αν το μωρό κλαίει και η μαμά του δεν ανταποκρίνεται, όπως και το τιγράκι στην φύση, αυτό κάποια στιγμή θα σταματήσει να κλαίει. Και αυτό που πιθανώς να αντιληφθεί η μαμά ως επιτυχία θα είναι δυστυχώς η κυριότερη συμβολή στην δημιουργία ‘ανασφαλούς δεσμού’ προσκόλλησης.
Σύμφωνα με αυτόν τον τύπο δεσμού το βρέφος δεν μπορεί να προβλέψει αν η μητέρα του θα είναι διαθέσιμη ούτε τον τρόπο με τον οποίο θα ανταποκριθεί. Στην ενήλικη ζωή του αυτό πιθανώς να του προκαλέσει αδυναμία ελέγχου της παρορμητικότητας, επιθετική συμπεριφορά, χαμηλή αυτοεκτίμηση και την αίσθηση ότι οι άλλοι είναι απορριπτικοί και τιμωρητικοί. Σε επίπεδο σχέσεων αυτά τα άτομα φαίνεται να έχουν έντονες συναισθηματικές εναλλαγές όπως υπερβολική ζήλια, εμμονή με τον σύντροφό τους, φόβο συναισθηματικής εγγύτητας, φόβο εγκατάλειψης και έλλειψη εμπιστοσύνης.
Είναι απολύτως ανθρώπινο και κατανοητό πως μια νέα μαμά δεν θα μπορέσει να είναι πάντα διαθέσιμη για το μωρό της. Όπως έχει ήδη αναφερθεί ένα μωρό θα φέρει πολλές αλλαγές αλλά και μεγάλη πίεση τόσο στον κάθε γονιό ξεχωριστά όσο και στο ίδιο το ζευγάρι. Μέσα από όλες τις πρακτικές δυσκολίες και τον συναισθηματικό ανεμοστρόβιλο η μαμά πολλές φορές δεν θα είναι σε θέση να προσφέρει στο μωρό της το μέγιστο δυνατό. Το αν το μωρό θα αποκτήσει ασφαλή ή ανασφαλή δεσμό είναι κάτι αρκετά ρευστό και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες που σχετίζονται με την συχνότητα και την ένταση της απουσίας ή της συναισθηματικής αστάθειας. Το παρόν άρθρο έχει ως σκοπό την ευαισθητοποίηση σε σχέση με τις ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες ενός μωρού κατά το πρώτο έτος της ζωής του καθώς και τις πιθανές συνέπειες όταν αυτές κατ' εξακολούθηση δεν καλύπτονται.
Η διαπαιδαγώγηση, η πειθαρχία και η θέσπιση κανόνων και ορίων είναι ασφαλώς εξαιρετικής σημασίας στην ανατροφή και ανάπτυξη ενός παιδιού. Ωστόσο η εφαρμογή αυτών συνιστάται να γίνεται μεθοδικά σε μετέπειτα ηλικιακά και αναπτυξιακά στάδια, όπως θα περιγραφεί από τα επόμενα άρθρα αυτής της σειράς.
Από μια συστημική σκοπιά
Παρόλο που ο τύπος δεσμού που θα αναπτύξει ένας άνθρωπος στους πρώτους μήνες της ζωής του θα επηρεάσει την υπόλοιπη ζωή του, εντούτοις δεν την καθορίζει. Πρέπει να γίνει σαφές πως η ζωή ενός ανθρώπου μπορεί να είναι δημιουργική, παραγωγική και επιτυχημένη ακόμα και αν αυτός ο άνθρωπος έχει ανασφαλή δεσμό. Ο ασφαλής δεσμός ασφαλώς είναι επιθυμητός και ιδανικός αλλά ο δεσμός καθαυτός δεν καθορίζει την ζωή κάποιου. Ο ίδιος ο Bowlby έχει αναφέρει ότι ο άνθρωπος σε κάθε φάση της ζωής του ενδυναμώνεται στο να εξελιξει τα ταλέντα του και να πετύχει τους στόχους του όταν υπάρχει δίπλα του κάποιος άλλος άνθρωπος τον οποίο εμπιστεύεται. Αυτός ο άνθρωπος ονομάζεται ‘φιγούρα σύναψης δεσμού’ (Bowlby, 1979: 103).
Ένας βασικός σκοπός στην οικογενειακή θεραπεία και εν γενεί στην συστημική προσέγγιση είναι να κατορθώσει τα μέλη μιας οικογένειας να σχετίσουν μεταξύ τους με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε κάθε μέλος, ανεξαρτήτως ηλικίας και τύπου δεσμού, να βρει μια ασφαλή βάση μέσα στην οικογένεια. Αυτή η ασφαλής βάση η οποία δεν αποτελείται μόνο από δυαδικές σχέσεις (π.χ. μητέρα-παιδί) αλλά είναι ένα δίκτυο σχέσεων μέσα στην οικογένεια το οποίο μπορεί να παρέχει την απαραίτητη ασφάλεια στο κάθε μέλος ώστε να μπορεί να εξερευνεί και να συνεχίσει να αναπτύσσεται.
Στον 'δίαυλο' η οικογένεια και η δυναμική των σχέσεων μέσα σε αυτήν είναι πάντα στο επίκεντρο της προσοχής μας. Ανεξάρτητα από το σύμπτωμα που παρουσιάζει ένα παιδί για το οποίο οι γονείς θα απευθυνθούν σε εμάς, είναι βαθιά μας πεποίθηση πως αυτό σχετίζεται με κάποιον τρόπο με κάποια γνωστή ή άγνωστη δυσλειτουργία μέσα στην οικογένεια. Οι σχέσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μελών έχουν την δύναμη να εξαφανίσουν ή να επιδεινώσουν συμπτώματα τα οποία σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να φαντάζουν άσχετα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα επιμείνουμε στην εμπλοκή όλης της οικογένειας υπό την μορφή οικογενειακής συμβουλευτικής ή συμβουλευτικής ζεύγους όταν αναλάβουμε θεραπευτικά ένα παιδί. Η δημιουργία της 'ασφαλούς βάσης' είναι το κλειδί της επιτυχίας τόσο του κάθε μέλους όσο και όλης της οικογένειας συνολικά.
Βιβλιογραφία
Ainsworth, M. S., Blehar, M. C., Waters, E., & Wall, 5. (1978). Patterns of attachment: A psychological study of the Strange Situation. Hillsdale, NJ: Erlbaum.
«Δεσμός, συναίσθημα και διαπροσωπικές σχέσεις» Κωνσταντίνος Καφέτσιος (2005)
Bowlby, J. (1988). Attachment, communication, and the therapeutic process.A secure base: Parent-child attachment and healthy human development, 137-157.
Klaus, M. H., &Kennell, J. H. (1982). Maternal-infant bonding (2nd ad.). St. Louis: Mosby.
Taylor, C. (2010). A practical guide to caring for children and teenagers with attachment difficulties. London: Jessica Kingsley.